- χαλασοσπίτης
- yuva yıkan (insan)
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
χαλασοσπίτης — ο, Ν αυτός που με τη συμπεριφορά και τις ενέργειές του χαλάει ένα σπιτικό, προκαλεί τη διάλυση μιας οικογένειας. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάλασ α, αόρ. τού χαλώ + συνδετικό φωνήεν ο + σπίτης (< σπίτι), πρβλ. ερημο σπίτης] … Dictionary of Greek
χαλασοσπίτης — ο αυτός που χάλασε το σπίτι του, αυτός που διαλύει μια οικογένεια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κλεπτοσπίτης — κλεπτοσπίτης, ὁ (Μ) κλέφτης, διαρρήκτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλέπτω + σπίτης (< σπίτι), πρβλ. ερημο σπίτης, χαλασοσπίτης] … Dictionary of Greek